- ὑακίνθιος
- ὑακίνθιος1 hyacinth- ]ὑακινθ[ . . ]ν κρόκω[ν Δ. 4. c. 3.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ὑακίνθιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Υακίνθιος — και κρητ. τ. Βακίνθιος και Fακίνθιος, ὁ, Α [Ὑάκινθος] 1. (στη Ρόδο και στη Θήρα) ονομασία τού μήνα Εκατομβαιώνος* 2. ονομασία μήνα σε διάφορες δωρικές περιοχές … Dictionary of Greek
Ὑακινθίοις — Ὑακίνθια neut dat pl Ὑακίνθιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑακινθίων — Ὑακίνθια neut gen pl Ὑακίνθιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)