ὑακίνθιος

ὑακίνθιος
ὑακίνθιος
1 hyacinth- ]ὑακινθ[ . . ]ν κρόκω[ν Δ. 4. c. 3.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὑακίνθιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Υακίνθιος — και κρητ. τ. Βακίνθιος και Fακίνθιος, ὁ, Α [Ὑάκινθος] 1. (στη Ρόδο και στη Θήρα) ονομασία τού μήνα Εκατομβαιώνος* 2. ονομασία μήνα σε διάφορες δωρικές περιοχές …   Dictionary of Greek

  • Ὑακινθίοις — Ὑακίνθια neut dat pl Ὑακίνθιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑακινθίων — Ὑακίνθια neut gen pl Ὑακίνθιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”